- κράζω
- (AM κράζω)1. (για τον κόρακα ή για άλλα πτηνά) κρώζω (α. «κράξανε τα κοκόρια» β. «κράζει τε γὰρ και αἷμα,... ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ὀχεύων», Αριστοτ.)2. βγάζω δυνατή φωνή, κραυγάζω («ἔκραζεν ὠδίνουσα», ΚΔ)νεοελλ.επιπλήττω ή αποδοκιμάζωνεοελλ.-μσν.1. κοινοποιώ κάτι με κήρυκα2. φωνάζω κάποιον να έλθει κοντά μου («ένα κοπέλλι ήκραξε, κι είπεν του να τά βγάνει», Ερωτόκρ.)3. δίνω όνομα σε κάποιον, ονομάζω, αποκαλώμσν.1. επιδοκιμάζω, επευφημώ2. υμνώ, δοξάζω3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) (κε)κραγμένος, -η, -ονεκλεκτός, διακεκριμένος4. φρ. α) «κράζω ἀπάνου κάποιον» — εκφράζω παράπονα εναντίον κάποιου«κράζω τὸ ὄνομα» — ονομάζωμσν.-αρχ.1. κάνω κήρυγμα, κηρύσσω2. ζητώ τη βοήθεια τού θεού («ἐλέησόν με, κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κεκράζομαι ὅλην τὴν ἡμέραν», ΠΔ)3. ζητώ κάτι κραυγάζοντας («εὐθύς δ' ἀπὸ δορπηστοῡ κέκραγεν ἐμφάδας», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε παρεκτεταμένο τ. *kre-g- τής ΙΕ ρίζας *ker-/kre-, που αποτελεί προϊόν ονοματοποιίας και σε διάφορες βαθμίδες τής οποίας ανάγονται και τα κόραξ, κραυγή, κρώζω και πιθ. το κάραγος. Παλαιότεροι είναι οι τ. τού παρακμ. κέ-κραγ-α και τού αορ. β' ἔ-κραγ-ον, που έδωσαν και τα αρχαιότερα παρ., ενώ ο ενεστ. κράζω είναι μτγν.ΠΑΡ. κεκράκτης, κράκτηςαρχ.κέκραγμα, κεκραγμός, κέκραξ, κραγέτης, κράγος, κραγός, κρακτικόςμσν.κεκραγάριο, κράγμα.ΣΥΝΘ. ανακράζωαρχ.αντανακράζω, αντικράζω, αποκράζω, διακράζω, εγκράζω, εκκράζω, επανακράζω, επικράζω, κατακράζω, περικράζω, υπερκράζω].
Dictionary of Greek. 2013.